δίφυιος
Look at other dictionaries:
δίφυιος — δίφυιος, ον (Α) 1. διφυής 2. διπλός … Dictionary of Greek
δίφυιον — δίφυιος masc/fem acc sg δίφυιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διφυίοισι — δίφυιος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίφυια — δίφυιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκάφυιος — δεκάφυιος, ον (Α) ο δεκαπλάσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + φυιος < φυή ή φύος < φύομαι (πρβλ. δίφυιος)] … Dictionary of Greek
ζίφυιος — ζίφυιος, ον (Α) (σε επιγρ. στην ηλειακή διάλ.) αντί δίφυιος* διπλός, διφυής … Dictionary of Greek